Ο Γεώργιος Ξενουδάκης γεννήθηκε στην Ίμπρο Σφακίων. Οι εγκυρότερες μαρτυρίες δηλώνουν ότι γεννήθηκε το 1816 ενώ άλλες το 1820, το 1821 ή το 1823. Σε ηλικία 8 χρονών είδε τον πατέρα του να θανατώνεται με βάρβαρο τρόπο από τους Τούρκους, ενώ ο ίδιος οδηγήθηκε σκλαβάκι στην Αίγυπτο. Σαν σκλάβο τον εξαγόρασε ο Γάλλος Μερσιέ και μαζί με άλλα Ελληνόπουλα ελευθερώθηκε, αφού πληρώθηκαν τα ανάλογα λύτρα από το κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδίστρια.
Το 1841 τελειώνει τις σπουδές του. Όταν την ίδια χρονιά ξεκίνησε στη Κρήτη η επανάσταση του Χαιρέτη, φτάνει εκεί από τους πρώτους μαζί με τους Κουμουνδούρο και Χαιρέτη και διορίζεται γραμματέας της Επαναστατικής Συνέλευσης. Ο Ξενουδάκης με τις γνώσεις, την εμπειρία και την οξύτητα του πνεύματος του, εξελίχθηκε σε μεγαλοδικηγόρο της εποχής και έτυχε μεγάλων τιμών και θέσεων εκ μέρους του βασιλιά. Με πολύ και συστηματική δουλειά σχημάτισε με τα χρόνια μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία. Το 1843 μπαίνει στη Βουλή των Ελλήνων σαν Βουλευτής μεταναστών Κρητών.
Το 1845 επί πρωθυπουργίας Ιωάννη Κωλέττη, κατόρθωσε με ενέργειες του να ιδρυθούν και να αναγνωρισθούν Δήμοι Κρητών μεταναστών στον Αδάμαντα Μήλου και στη Μινώα Ναυπλίας. Το 1880 ο Ξενουδάκης έρχεται στη Κρήτη, επισκέπτεται τη γενέτειρα του Ίμπρο και περιοδεύει σ` όλα τα χωριά της Επαρχίας Σφακίων. Επισκέπτεται επίσης και προσκυνά τα ερείπια του σπιτιού του Δασκαλογιάννη. Βλέπει όλα τα δεινά, αλλά κυρίως την αμάθεια των Σφακιανών που έχουν απομείνει στο τόπο τους. Σκέφτεται ότι εκτός από την απελευθέρωση και την ένωση της Κρήτης, ο τόπος αυτός χρειάζεται παιδεία. Αποφασίζει σαν πρώτο βήμα να χτίσει σχολείο στην Ίμπρο, υπόσχεση που πολύ σύντομα πραγματοποιεί. Το 1883 περιοδεύει για δύο μήνες σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να επηρεάσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη υπέρ της Ελλάδας και της Κρήτης. Ξοδεύοντας πάνω από 4.000 Φράγκα πηγαίνει στη Γερμανία, Βαυαρία, Πρωσία, Σαξωνία, Βέλγιο, Ιταλία και Γαλλία.
Στις 25 Οκτωβρίου 1885 επικυρώνεται η εκλογή του και μπαίνει πάλι στη Βουλή. Ήταν βουλευτής των Κρητών του Αδάμαντα της Μήλου, αλλά και βουλευτής εκπρόσωπος των 250.000 Χριστιανών της Κρήτης. Εκεί, ο φλογερός αυτός πατριώτης, ο ένθερμος κήρυκας και αγωνιστής, εκφωνεί σειρά λόγων για την ελευθερία της Κρήτης και την Ένωση της με τη μητέρα Ελλάδα. Στις 29 Αυγούστου 1888, μπαίνει στο θεραπευτήριο Ευαγγελισμός της Αθήνας , με τυφοειδή πυρετό, και την επομένη 30 Αυγούστου, πεθαίνει.
Την 1η του Σεπτέμβρη εψάλει η νεκρώσιμος ακολουθία στο μητροπολιτικό ναό των Αθηνών. Την κηδεία συνόδευσε απόσπασμα Μηχανικού και η μουσική της φρουράς μέχρι την πλατεία των Στυλών , αποδίδοντας τιμές στο νεκρό και το παράσημο του Σωτήρος , με το οποίο είχε τιμηθεί ο Ξενουδάκης. Η Κρήτη όλη αλλά ιδιαίτερα οι Σφακιανοί, συγκλονίζονται με την είδηση του θανάτου του φλογερού πατριώτη που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Κατόπιν η σωρός του μεταφέρεται σύμφωνα με την επιθυμία του, στο χωριό της γεννήσεως του την Ίμπρο και ενταφιάζεται με μεγάλες τιμές, δίπλα στο σχολείο που με δική του δαπάνη είχε ανεγερθεί το 1881.
Ο Γεώργιος Ξενουδάκης πίστευε πώς ο καλύτερος δρόμος προς την ελευθερία και τη δίκαιη κοινωνία, είναι ο δρόμος της παιδείας. Στην διαθήκη του άφησε γενικό κληρονόμο όλης της περιουσίας του την επαρχία Σφακίων, με τον όρο να γίνουν σχολεία σε όλα τα Σφακιά, να συντηρούνται τα σχολεία και να πληρώνονται τακτικά οι μισθοί των δασκάλων. Μαθαίνοντας οι Σφακιανοί πως ο Ξενουδάκης αφήνει όλη την περιουσία του για την παιδεία της αγαπημένης του επαρχίας Σφακίων, σύσσωμος ο τότε νομός Σφακίων, τον ανακηρύσσει Μέγα ευεργέτη και ονομάζει στο εξής και μέχρι σήμερα όλα τα σχολεία των Σφακίων 'Ξενουδάκεια'.
Το κληροδότημα Ξενουδάκη, ήταν και είναι καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη και ευημερία του τόπου μας. Από το 1922 μέχρι το 1930, χτίστηκαν με χρήματα του κληροδοτήματος, γυμνάσιο στη χώρα Σφακίων, 13 δημοτικά σχολεία, καθώς και δημοτικά στη Γαύδο και στο Βατουδιάρη που τότε ανήκαν στην επαρχία Σφακίων. Η διαχείρισή του γίνεται από τον δήμο Σφακίων.
Κάθε χρόνο οι μαθητές όλων των βαθμίδων του δήμου μας, λαμβάνουν υποτροφίες και βοηθήματα και από φέτος ξεκίνησε η λειτουργία δημοτικού φροντιστηρίου, καθώς και τμήμα πληροφορικής. Ο Ξενουδάκης με το κληροδότημα του ένα αιώνα πριν, έλυσε στην επαρχία Σφακίων το πρόβλημα της σχολικής στέγης, που το κράτος ακόμα και σήμερα δεν έχει κατορθώσει να λύσει σε όλη την επικράτεια. Στο παλαιό δημοτικό της Ίμπρου, που εν ζωή έκτισε ο ευεργέτης μας και στο οποίο σήμερα στεγάζεται το ΚΕΠ του δήμου, ο δήμος Σφακίων πρόκειται να δημιουργήσει το «Μουσείου Παιδείας Κρητών Γεώργιος Ξενουδάκης» προς τιμήν του. Ο ευεργέτης τιμάται κάθε χρόνο με εκδήλωση από το δήμο μας στη γενέτειρά του στις.
Υπάρχουν δύο προτομές του στην Ίμπρο, μία στον περίβολο του σχολείου δίπλα στον τάφο του και μία σε περίοπτη θέση στη πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο Δήμος Αθηναίων προ πενταετίας έδωσε το όνομα του σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας. Επίσης έχει εκδοθεί βιβλίο με τους λόγους του στη βουλή, με τους οποίους και επιδίωξε την ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η επιτροπή διαχείρισης του κληροδοτήματος Ξενουδάκη:
Καθιερώνει από του χρόνου σταθερή ημερομηνία για το μνημόσυνο του, με περισσότερες και μεγαλύτερες εκδηλώσεις όπως Μαραθωνόδρομο, ποδηλατόδρομο, ημερίδες σχετικές με τη παιδεία, κλπ.
Καθιέρωσε από φέτος διαγωνισμό έκθεσης μεταξύ των Σφακιανών μαθητών με θέμα, κάθε χρόνο διαφορετικό αλλά πάντα σχετικό με τη παιδεία και τα Σφακιά.
Επιχορηγεί κάθε χρόνο με βοηθήματα τους φοιτητές, σπουδαστές, τους επιτυχόντες στα ανώτατα και ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και τους άριστους μαθητές.
Φροντίζει για τη συντήρηση των σχολείων, έχει προσλάβει φύλακα-επιστάτη για το Γυμνάσιο-Λύκειο της Χώρας Σφακίων.
Σύντομα θα προσλάβει συνοδό για τα παιδιά του Δημοτικού στο σχολικό λεωφορείο.
Έχει ονομάσει όλα τα σχολεία του Δήμου Σφακίων «Ξενουδάκεια».
Και έχει σκοπό σύντομα, να πρωτοστατήσει και να προχωρήσει στην ίδρυση «Μουσείου Παιδείας Κρητών Γεώργιος Ξενουδάκης»,στην Ίμβρο Σφακίων και κοντά στο τάφο του και το δημοτικό σχολείο.
Μένει και πιστεύω να μην αργήσει, η ανάθεση έκδοσης ενός βιβλίου-μονογραφία για τον Ξενουδάκη, σε ειδικό συγγραφέα-ιστορικό.
Είναι χαρακτηριστικό και αξίζει, πιστεύω, να σας διαβάσω κάτι που συνοπτικά μας λέει για τη ζωή, το έργο, τους πόθους και τις αρετές του Γ.Ξενουδάκη.
Είναι το «Ελεγείον εις τον νεκρόν Γ. Ξενουδάκη» που με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο συνέθεσε και εκφώνησε, στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, την 1η Σεπτεμβρίου 1888, ο φίλος και συμφοιτητής του Παύλος Ι. Φαφουτάκης.
«Συγγνώμην αν ΄ς αγνότατον τέκνον , φίλης πατρίδος
ετόλμησ' επί της σορού υιού της ηρωίδος,
να είπω μόνον λέξεσι δυσίν τι τω θανόντι,
πλην, .. χρέος οφειλόμενον παρακινεί τω όντι
εμέ, να ράνω τον νεκρόν ρήτορος ακαμάττου,
ον θα καλύψη άσπλαγχνος η πλαξ η του θανάτου.
Ειν' ασθενής η Μούσα μου ολίγα να σου είπη,
Και τρέμ΄η χείρ η δεξιά , η δε γραφίς μου..πίπτει.
Δεν είν' καιρός καν στέφανον εμμέτρως να σου πλέξω,
η αν ην καιρός... δεν δύναμαι τους οφθαλμούς θα βρέξω.
Θρηνώ και λέγω τις νεκρός ην ο εν τω φερέτρω,
παρ' ω της Κρήτης αρχηγοί εν λύπη υπερμέτρω,
παρίστανται;. Αλλά ... πλην... φευ!! Είνε του Ξενουδάκη ,
όστις τοιούτον όνομα απέκτησε σκλαβάκι,
είν' ο λιγύς αγορητής αγνός Λευκοορίτης,
είν' ο κηρήξας πανταχού την ένωσιν της Κρήτης.
Ειν' όστις εις την Αίγυπτον αιχμάλωτος απήχθη,
κ' υπό του Κυβερνήτου μας ελλύτρως απελύθη,
είν' όστις δήμον ίδρυσεν Κρητών εν νήσω Μήλω,
και όνπερ επροστάτευσεν εν υπερμέτρω ζήλω,
είνε το τέκνον των Λευκών ορέων και της Κρήτης,
εις ου τα χείλη 'ψελλιζε «Σφακιά κ' Υψηλορείτης»
ειν' ο δεινός πολιτευτής γνωστός εις την Ευρώπην,
ον ονομάση η πατρίς άριστον πατριώτην,
ειν' όστις υπεστήριξεν όντως μετά θυσίας,
μιαν ιδέαν πάντοτε την της εθνεγερσίας.
Βουλευτής Αδαμάντινος τύπος φιλοπατρίας,
τύπος αγνού πολιτικού και φιλελευθερίας.
Αλλ' αν και τούτον τον νεκρόν ο τάφος θα καλύψη
τ' αγνά του τα αισθήματα δεν θέλει εξαλείψη.
Πλην ίσως μόνον τον λυπεί καιρίως και τον θλίβει,
Ότι απέπτη ως αστή πριν το ποθούν να ίδη,
ημέραν ανατέλλουσαν εν Κρήτ' ελευθερίας,
δι' ην ηργάσθη πάντοτε μετά θερμής καρδίας.......
Πού ειν' το πατρικώτατον και καυστικόν σου άρθρον;
εκρύβ' υπό το σύννεφον ως του χειμώνος άστρον,
ο έρως; Ον περ έτρεφες υπέρ της σης πατρίδος,
ο ρύπος ον επέρριψας κατά της τυρρανίδος;
Τα πάντα εγκετέλειψας επί της γης ως σπέρμα,
επί σκοπώ βλαστήσεως κ' εις θερισμού το τέρμα.
Προς τι , γενναίε πρόμαχε , της Κρήτης των δικαίων,
Εζήτησας ν' αναβής εις τα μονάς αγγέλων,
μήπως επόθησας να ιδής η θέλης να γνωρίσης,
Δασκαλογιάννην και λοιπούς προς ους να ομιλήσης;
Πορεύθητι εις τας σκηνάς τας των πρωτομαρτύρων,
θα σε δεχθώσιν εν χαρά μετά ευχών απείρων,
εκείθεν δε ΄ς τον ύψιστον δεόμενος να ίδης
διαρρηγμένα τα δεσμά των τε Λευκών και Ίδης
και ούτω ο διακαής ο πόθος ον εζήτης,
εύχου ινα εκπληρωθή « η ένωσις της Κρήτης ».
ΚΗΔΕΙΑ
Στις 29 Αυγούστου 1888 , μπαίνει στο θεραπευτήριο Ευαγγελισμός της Αθήνας , με τυφοειδή πυρετό , και την επομένη 30 Αυγούστου, πεθαίνει.
Την 1η του Σεπτέμβρη εψάλει νεκρώσιμος ακολουθία στο Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών.
Παραβρέθηκαν όλες οι αρχές και οι επίσημοι της πρωτεύουσας , εκπρόσωποι Κρητών και πλήθος λαού , όπου και εκφωνήθηκαν θερμοί λόγοι και κατατέθηκαν τρία μεγαλοπρεπή στεφάνια.
Εκ μέρους των Σφακιωτών , από τον Μίνω Ζωγράφο , εκ μέρους του Δήμου Αδάμαντα , από τον Εμμανουήλ Βαρβίδη , και από τον εκπρόσωπο των Κρητών Αθήνας και Πειραιά , οπλαρχηγό Νικολούδη.
Την κηδεία συνόδευσε απόσπασμα Μηχανικού και η μουσική της φρουράς μέχρι την πλατεία των Στυλών , αποδίδοντας τιμές στο νεκρό και στο Παράσημο του Σωτήρος , με το οποίο είχε τιμηθεί ο Ξενουδάκης.
Μετά ο νεκρός τοποθετήθηκε στο νεκροφυλάκειο , για να ταριχευτεί και να μεταφερθεί , σύμφωνα με την επιθυμία του , στο χωριό της γεννήσεως του , την Ίμβρο , και να ταφεί δίπλα στο σχολείο που με δική του δαπάνη είχε ανεγερθεί μετά την επίσκεψη του το 1881.
Όταν στην Κρήτη και κυρίως στα Σφακιά , πληροφορήθηκαν τηλεγραφικά το θάνατο του Γεωργίου Ξενουδάκη , κατέλαβε τους πάντες απερίγραπτη συγκίνηση , ανάμικτη με αισθήματα ευγνωμοσύνης , καθώς έτρεφαν όλοι , όχι μόνο εκτίμηση αλλά πραγματική λατρεία για αυτόν τον φλογερό και ενθουσιώδη πατριώτη.
Όταν μάλιστα πληροφορήθηκαν ότι επιθυμεί να ταφή στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ότι αφήνει όλη την περιουσία του για την παιδεία της επαρχίας Σφακίων, έγινε έκτακτη συνεδρίαση των Δημοτικών Συμβουλίων των Δήμων της Επαρχίας Σφακίων και αποφάσισαν:
Να μεταβεί όλος ο ανδρικός πληθυσμός της Επαρχίας στα Χανιά για να υποδεχτεί και να συνοδεύσει το νεκρό.
Να κατατεθεί μεγαλοπρεπές στεφάνι.
Να ανακηρύξουν Μέγα Ευεργέτη της Επαρχίας τον Γεώργιο Ξενουδάκη.
Να γράφεί το όνομα του σε στήλη με χρυσά γράμματα.
Όταν το πλοίο με το νεκρό έφτασε από τη Αθήνα στα Χανιά , έτρεξαν όλοι οι Σφακιανοί όχι μονο της Επαρχίας Σφακίων αλλά και οι Σφακιανοί του Σελίνου , της Κισσάμου , της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα.
Επιτροπή παρέλαβε με μεγάλη συγκίνηση το νεκρό και τον έβαλε σε Σφακιανό πλοίο.
Όλα τα πλοία του λιμανιού είχαν μεσίστιες τις σημαίες και η προκυμαία , τα γύρω καταστήματα , οι εξώστες των σπιτιών , και τα παράθυρα ήταν κατάμεστα από κόσμο όλων των τάξεων και ηλικιών ανεξάρτητα από φύλο και θρήσκευμα.
Μόλις το φέρετρο τοποθετήθηκε στη προκυμαία ξεκίνησε η πομπή με την εξής τάξη: Προηγούνταν η νεκρική σημαία κατόπιν παιδιά κρατώντας λαμπάδες και εξαπτέρυγα. Ακολουθούσαν αυτοί που κρατούσαν τα πέντε μεγαλοπρεπή στεφάνια (τα τρία που είχαν κατατεθεί στη Μητρόπολη Αθηνών , αυτό των Δήμων των Σφακίων και το πέμπτο από την οικογένεια Ζυγομαλά, βουλευτή Αθηνών και φίλου του Ξενουδάκη).
Τρείς Αρχιερείς , ο Επίσκοπος Κυδωνίας Νικηφόρος , ο Επίσκοπος Ρεθύμνης , ο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος, πολυπληθής κλήρος , αντιπρόσωποι του συνδέσμου Σφακιωτών , Διοικητές , ο Εισαγγελέας , Ιατροί , οι Πρόξενοι της Ρωσίας , Αγγλίας και Γαλλίας , ο υποπρόξενος της Ρωσίας , ο Βουλευτής Σφακίων Πολωγιωργάκης , Δικαστικοί , Δικηγόροι , ο επιστημονικός και εμπορικός κόσμος των Χανίων και πλήθος κόσμου.
Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλει στον Ιερό Ναό των Εισοδείων με κατάνυξη , σιγή και τάξη.
Επικήδειους εκφώνησαν ο Βουλευτής Πολωγιωργάκης και ο καθηγητής Μανταδάκης.
Λέγεται ότι πρώτη φορά η πρωτεύουσα της Κρήτης είδε τόσο μεγαλοπρεπή κηδεία.
Την επομένη ξεκίνησαν από το νεκροταφείο του Αγίου Λουκά και με την ίδια τάξη έφτασαν στη Σούδα από όπου ο νεκρός με πλοίο μεταφέρθηκε στις Καλύβες.
Στην παραλία περίμεναν οπλοφόροι Σφακιανοί που υποδέχτηκαν το νεκρό με τρεις πυροβολισμούς , και όλοι οι κάτοικοι των Καλυβών.
Μετά την θερμή φιλοξενία των Καλυβιανών , και την ολιγόλεπτη παραμονή του νεκρού στην εκκλησία του χωριού , όπως παρακάλεσαν οι κάτοικοι , η πομπή ξεκίνησε , στη μία το μεσημέρι, την ανάβαση προς τα Λευκά Όρη.
Κανείς δεν περίμενε πως θα έφτανε στο Ασκύφου την ίδια μέρα.
Το φέρετρο ήταν μπρούτζινο και ζύγιζε 180 οκάδες.
Χάρη όμως στο ζήλο των εύσωμων και ρωμαλέων Σφακιανών , το φέρετρο , όπως αναφέρεται στην εφημερίδα «ΑΡΚΑΔΙΟΝ» της 22-09-1888 , «ίπτατο επί των ώμων τους και οι έφιπποι αναγκάζοντο να καλπάζουν για να φτάσουν τον ιπτάμενο νεκρό».
Η τάξη που επικρατούσε ήταν αξιοπαρατήρητη.
Αυτό όμως που προξενεί μεγάλη εντύπωση είναι πως ακόμα και οι Δήμαρχοι οι Διοικητές , οι Σύμβουλοι και οι Προεστοί , ακόμα και οι Ιερείς , κατέβηκαν από τα άλογα για να θέσουν στους ώμους τους το νεκρό.
Αλλά συγκινητική ήταν και η αφοσίωση των κατοίκων των χωριών που πέρασε το φέρετρο , οι οποίοι έφερναν σταφύλια και νερό στους διψασμένους συνοδούς της πομπής.
Τέλος φάνηκε η Κράπη γεμάτη με παιδιά , γυναίκες και γέρους (οι μόνοι που δεν είχαν πάει να συνοδέψουν το νεκρό) κρατώντας στα χέρια τους δάφνες και μυσίνες.
Είκοσι λεπτά πριν δύσει ο ήλιος ο νεκρός τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού στο Ασκύφου.
Το βράδυ στην εκκλησία έμειναν γυναίκες από την Ίμπρο για να μοιρολογήσουν το νεκρό.
Την επόμενη μέρα κάτω από τους κρότους των τηλεβόλων και άλλων τουφεκιών , με μεγάλη επισημότητα , σεβασμό , συγκίνηση και τάξη , με την βυζαντινή σημαία μπροστά , διάτρητη από σφαίρες , λείψανο του 1821 , μπήκε το φέρετρο με το νεκρό στην Ίμβρο , και όπως επί λέξει περιγράφει η εφημερίδα «ΤΟ ΑΡΚΑΔΙΟΝ»:«Το θέαμα υπήρξε μαγευτικότατον, ωραιοτέραν πομπή ουδ' είδον ουδ' εφαντάσθην πώπωτε».
Αφού εψάλει η νεκρώσιμη ακολουθία στο ναό της Παναγίας , εκφωνήθηκαν λόγοι από τον Αρχιερέα , τον Σχολάρχη Σφακίων και τον Φαφουτάκη.
Αμέσως μετά έγινε η ταφή του στην αυλή του σχολείου της Ίμβρου κάτω από τους κρότους τηλεβόλων και τουφεκιών.
Μοιράστηκε πλούσια και άφθονη μακαρία και στο τέλος το πλήθος που υπερέβαινε τις τρεις χιλιάδες άτομα διαλύθηκε με παραδειγματική τάξη και ησυχία.